- ἑρμηνεύοντας
- ἑρμηνεύωinterpretpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βασιλειάδου, Γεωργία — (Αθήνα 1903 – 1980). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε φωνητική μουσική στη Σχολή Γεννάδη. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση, ως μέλος χορωδίας, το 1923 στη σκηνή του θεάτρου Ολυμπία και στη συνέχεια καθιερώθηκε στο θέατρο πρόζας… … Dictionary of Greek
Λίντερ, Μαξ — (Max Linder, Σεν Λουμπέ, Ζιρόντ 1883 – Παρίσι 1925). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου του κινηματογράφου Γκαμπριέλ Μαξιμιλιάν Λεβιέλ (Gabriel Maximilien Leuvielle). Φοίτησε στο Ωδείο του Μπορντό και ξεκίνησε … Dictionary of Greek
Λιούις, Τζέρι Λι — (Jerry Lee Lewis, Λουιζιάνα 1935 –). Αμερικανός μουσικός. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του ροκ εν ρολ, μαζί με τους Τσακ Μπέρι, Λιτλ Ρίτσαρντ, Μπιλ Χάλεϊ και Έλβις Πρίσλεϊ. Ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε ηλικία 8 ετών και το 1956… … Dictionary of Greek
Φθία — Αρχαία πόλη των Μυρμηδόνων, πατρίδα του Αχιλλέα. Η ακριβής θέση της συμπίπτει με εκείνη των σημερινών Φαρσάλων. Στη Φ. λατρευόταν η Θέτιδα και ο παιδαγωγός του Αχιλλέα Χείρων. * * * η, ΝΑ, και ιων. και επικ. τ. Φθίη Α (στην περιοχή τής Θεσσαλίας) … Dictionary of Greek
αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… … Dictionary of Greek
αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… … Dictionary of Greek
αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… … Dictionary of Greek
επιγενής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σικυώνιος ποιητής, από τους αρχαιότερους τραγικούς. Για τη ζωή του και το έργο του υπάρχουν πολύ αόριστες πληροφορίες. Μερικοί φιλόλογοι τον θεωρούν ημιμυθικό πρόσωπο, ενώ κατά το λεξικό της Σούδας (Σουίδας),… … Dictionary of Greek